- δημαγωγικός
- -ή, -ό (AM δημαγωγικός, -ή, -όν)Ι. 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημαγωγό, ο κατάλληλος, ο χρήσιμος για δημαγωγία2. (για προσ.) αυτός που μεταχειρίζεται δημαγωγικές μεθόδους, ο ικανός να δημαγωγείαρχ.1. (για χορευτή) ο λαοφιλής, ο αγαπητός στον λαό2. το ουδ. ως ουσ. τα δημαγωγικάτα τεχνάσματα που μετέρχεται ένας δημαγωγόςII. επίρρ. δημαγωγικά (AM δημαγωγικώς)με τρόπο δημαγωγικό.
Dictionary of Greek. 2013.